- μεταυχένιος
- μεταυχένιος, ον,A behind the neck: τὰ μ. back of the shoulders, Poll. 2.177.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταυχένιος — μεταυχένιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πίσω από τον αυχένα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταυχένια (κατά τον Πολυδ.) «τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια, ὧν τὰ πλάγια μεταυχένια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐχένιος (< αὐχήν, αὐχένος),… … Dictionary of Greek
μεταυχένια — μεταυχένιος behind the neck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)